πένομαι

πένομαι
αμετ. жить в нужде, бедствовать, испытывать лишения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πένομαι" в других словарях:

  • πένομαι — βλ. πίν. 2 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πένομαι — toil pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πένομαι — ΝΑ (μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) είμαι πένητας, ενδεής, φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία μέσα για άνετη διαβίωση, ζω στερημένα αρχ. 1. (αμτβ.) μοχθώ, κοπιάζω 2. εργάζομαι για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής 3. έχω έλλειψη άρα και …   Dictionary of Greek

  • πένομαι — ζω στερημένα, φτωχικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πένεσθε — πένομαι toil pres imperat mp 2nd pl πένομαι toil pres ind mp 2nd pl πένομαι toil imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενομένω — πένομαι toil pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual πένομαι toil pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενομένων — πένομαι toil pres part mp fem gen pl πένομαι toil pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενόμεθα — πένομαι toil pres ind mp 1st pl πένομαι toil imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενόμενον — πένομαι toil pres part mp masc acc sg πένομαι toil pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πένῃ — πένομαι toil pres subj mp 2nd sg πένομαι toil pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενομέναις — πένομαι toil pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»